ανισώ

ανισώ
(I)
ἀνισῶ (-όω) (Α)
1. εξισώνω, εξισορροπώ
2. δίνω σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι
3. εξομαλύνω, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + ισώ.
ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων].
————————
(II)
ἀνισῶ (-όω) (Α) [άνισος]
κάνω κάτι άνισο προς κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνίσω — ἄνισος unequal masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνισος unequal masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νίσω , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σω , ἀνισόω equalize imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσῳ — ἄνισος unequal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …   Dictionary of Greek

  • ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… …   Dictionary of Greek

  • κάρον — το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”